τυπωτής

τυπωτής
ο
θηλ. -ώτρια
1. τεχνίτης που κάνει τις εκτυπώσεις.
2. ο κατασκευαστής τύπων, καλουπιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυπωτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. τυπώτρια Ν, θηλ. τυπῶτις, ώτιδος, Α [τυπῶ] νεοελλ. 1. κατασκευαστής μητρών, καλουπιών 2. τεχνίτης ειδικευμένος στην εκτύπωση αρχ. 1. αυτός που προσδίδει μορφή σε κάτι, που τό σχηματίζει, τό διαμορφώνει 2. το θηλ. (με τη λ. σφρηγίς)… …   Dictionary of Greek

  • τυπωτήν — τυπωτής one who forms masc acc sg (attic epic ionic) τυπωτός fashioned fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτυπωτής — Περιφερειακή συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, σε χαρτί ή σε άλλο μέσο (π.χ. σε φιλμ ή σε απλή διαφάνεια), το αρχείο του επιθυμεί (ή μέρος του). Συνηθέστερα είδη ε. είναι αυτοί που… …   Dictionary of Greek

  • πιεστής — ο, Ν εργάτης ή τεχνίτης που χειρίζεται τυπογραφικό πιεστήριο, αλλ. τυπωτής ή εκτυπωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”